- πάνριζος
- πάνριζος, ον,A with all its roots,
γένος IG7.2545.28
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γένος IG7.2545.28
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πάνριζος — ον, Α σύρριζα, ο με όλες του τις ρίζες («ὄλοιτο πάνριζον γένος» να χαθεί όλη η γενιά, απ τη ρίζα, επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ριζος (< ῥίζα), πρβλ. αργυρό ριζος] … Dictionary of Greek
πάνριζον — πάνριζος with all its roots masc/fem acc sg πάνριζος with all its roots neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek